- φραχτικός
- -ή, -ό1. ο κατάλληλος για περίφραξη ή απόφραξη: Φραχτική δεντροστοιχία.2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φραχτικά τα έξοδα για την περίφραξη (χωραφιού, αμπελιού, οικοπέδου κτό.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.